- αλλοτριότης
- ἀλλοτριότης (-ητος), η (Α) [ἀλλότριος]1. το να είναι κάτι αλλότριο, ξένο, η αποξένωση2. εχθρότητα, απέχθεια, δυσμένεια3. διάσταση, φιλονικία4. (για ύφος) η έλλειψη γλαφυρότητας5. Φιλοσ. η διαφορά κατά το ποιόν.
Dictionary of Greek. 2013.